αποτραβώ

αποτραβώ
(α) (αόρ. αποτράβηξα) μετ.
1) отодвигать, оттаскивать; убирать (ноги и т. п.); 2) извлекать, вычерпывать (оставшуюся жидкость);

§ αποτραβώ την ουρά μου από... — отходить подальше (от неприятного дела);

αποτραβιέμαι, αποτραβιοδμαι — удаляться, отходить (от дел и т. п.); — держаться подальше;

ν' αποτραβηχθείς απ' αυτή τη παρέα — ты брось эту компанию;

αποτραβήχτηκε απ' το εμπόριο — он перестал заниматься торговлей;

αποτραβήχτηκε απ' την πολιτική — он отошёл от политики


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποτραβώ" в других словарях:

  • αποτραβώ — ( άω) 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι 2. αποτραβιέμαι απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι 3. απομονώνομαι, αποσύρομαι …   Dictionary of Greek

  • αποτραβώ — ηξα, ήχτηκα, ηγμένος 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι, αποσύρω: Όσο κι αν πάσκισαν, από τις συναναστροφές αυτές δεν μπόρεσαν να τον αποτραβήξουν. 2. αντλώ το υγρό που απόμεινε: Μην αποτραβήξεις όλο το λάδι, γιατί στον πάτο είναι μούργα. 3. το μέσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω …   Dictionary of Greek

  • μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω …   Dictionary of Greek

  • παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… …   Dictionary of Greek

  • αποσπώ — ασα, άστηκα, ασμένος 1. αποχωρίζω κάτι από ένα σύνολο, αποτραβώ, απομακρύνω: Δεν μπόρεσαν να τον αποσπάσουν από τους κακούς εκείνους φίλους του. 2. μεταθέτω προσωρινά υπάλληλο ή στρατιωτικό από την οργανική του υπηρεσία σε μιαν άλλη: Τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσύρω — όσυρα, ύρθηκα, υρμένος 1. αποτραβώ, απομακρύνω: Αποφάσισαν να αποσύρουν το παιδί τους από το σχολειό που φοιτά. 2. παίρνω πίσω κάτι που έχω καταθέσει: Θα αποσύρει τα χρήματά της από την τράπεζα. 3. το μέσ., αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»